- τόρμος
- ο, ΝΑκοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμανεοελλ.μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή πλαστικού εξαρτήματος που μπορεί να μπει σε αντίστοιχη υποδοχή ή εγκοπή άλλου εξαρτήματος ώστε να πραγματοποιείται η σύνδεση τών δύο ή να επιβραδύνεται η κίνηση τού ενός από αυτά, κν. δόντιαρχ.1. αυλάκωμα2. σφήνα3. καρφί, γόμφος που προεξέχει4. (κατά τον Φώτ.) «ἡ πλήμ(ν)η [τοῡ τροχοῡ] εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται».[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει ποικιλία σημ. (βλ. και λ. τόρμη). Η σημ. «οπή, κοιλότητα» θα επέτρεπε τη σύνδεση τής λ. με το ρ. τείρω* «διατρυπώ». Έχει, όμως, προταθεί από άλλους μελετητές και η σύνδεση με διάφορους τ. γερμανικής προέλευσης με σημ. «έντερο» (πρβλ. αρχ. νορβ. parmr, γερμ. Darm)) ή, τέλος, με το χεττ. tarma- «καρφί, αστράγαλος»].
Dictionary of Greek. 2013.